Τρίτη 16 Ιουλίου 2013

Ο ΞΕΝΟΣ



Της Ευγενίας Μυλωνά

Το βιβλίο «Ο ξένος» γράφτηκε από έναν μαχόμενο συγγραφέα-φιλόσοφο, σε μια εποχή (1942) που οι συγγραφείς αισθάνονταν ανίσχυροι μπροστά στον παραλογισμό του πολέμου.  
Ο Μερσώ, είναι ένας μέσος υπάλληλος γραφείου στο Αλγέρι. Πληροφορείται το θάνατο της μητέρας του  και είναι υποχρεωμένος να ταξιδέψει μέχρι το Μαρέγκο για να παραστεί στην κηδεία της. Το τηλεγράφημα που έλαβε από το άσυλο που την φιλοξενούσε ήταν σαφές: «Μητέρα απεβίωσε. Ενταφιασμός αύριο. Θερμά συλλυπητήρια». Η κηδεία είναι θρησκευτική κι ο Μερσώ οφείλει να ακολουθήσει τη νεκρώσιμη πομπή .  Ο ήρωας ζει μέσα σε ένα είδος νάρκης, σε μια παράξενη αδιαφορία και φέρεται σα να μην έχει η ζωή κανένα νόημα.
  Αποστασιοποιείται   από τα πάντα  και αδυνατεί να έχει οποιαδήποτε συναισθηματική συμμετοχή. Υπομένει όλα  όσα συμβαίνουν στην κηδεία , απαθής.
Κάποιες στιγμές μάλιστα απορεί, με τις προσπάθειες των άλλων να πουν δυο κουβέντες παρηγοριάς. Δεν εκφράζει ποτέ ούτε την ελάχιστη νοσταλγική σκέψη για την μητέρα του.   Θα λέγαμε ότι το μόνο που τον κρατά σ’ αυτή την κηδεία, με το απαιτούμενο ξενύχτι της νεκρής, είναι η κοινωνική σύμβαση και τίποτε περισσότερο. Η έννοια του πόνου ή της απώλειας δεν έχει καμία θέση στις προτεραιότητες του Μερσώ, όσο για την κηδεία ήταν εξουθενωτική. Ο εκτυφλωτικός ήλιος είναι ίσως η μοναδική ανάμνηση του Μερσώ. Το τέλος της κηδείας γίνεται η μέγιστη ανακούφιση.
  Την επόμενη κιόλας μέρα, βλέπουμε τον Μερσώ να διασκεδάζει στην παραλία. Γνωρίζει τη Μαρί και συνδέεται ερωτικά μαζί της. Η Μαρί φαίνεται ερωτευμένη μαζί του. Όταν τον ρωτά αν την αγαπά ο Μερσώ απαντά αρνητικά αλλά προσθέτει ότι «αυτό δεν έχει καμία σημασία». Η Μαρί απογοητεύεται αλλά συνεχίζει τις σχέσεις της μαζί του. Όταν μετά από καιρό τον ρωτά αν θέλει να την παντρευτεί ο Μερσώ απαντά ότι αν το θέλει η ίδια θα το  κάνει. Όταν τον ρωτά πώς μπορεί να την παντρευτεί, αφού στο βάθος δεν την αγαπάει, ο Μερσώ απαντά ότι αυτό δεν έχει σημασία.  
 Η Μαρί τον ρωτά πότε θέλει να παντρευτούνε κι ο Μερσώ της δίνει το ελεύθερο να το κανονίσει όπως θέλει. Ο ήρωας ουσιαστικά, είναι ανίκανος να παραχωρήσει τον εαυτό του σε οτιδήποτε. Είναι ο ξένος, ο απόλυτα, σχεδόν πρωτόγονα ξένος. Έτσι φτάνουμε στο φόνο που διαπράττει ο Μερσώ, όπου χωρίς προφανείς λόγους, δολοφονεί έναν άγνωστο Άραβα στην παραλία. Συνειδητοποιώντας την σημασία της πράξης του συνεχίζει να πυροβολεί άλλες τέσσερις φορές. Και πάλι – όπως και στην κηδεία της μητέρας – το τρομερό λιοπύρι και η κάψα της άμμου είναι η σημαντικότερη ανάμνηση. Και πάλι πρωταγωνιστεί η θολούρα που προέρχεται από τη σωματική εξάντληση. Ο Μερσώ συλλαμβάνεται και καταδικάζεται σε θάνατο. Έχει διαπράξει έγκλημα και πρέπει να τιμωρηθεί. Όταν ο δικηγόρος του λέει ότι πολλοί τον κατηγορούν για ψυχρότητα στην κηδεία της μάνας του, ο Μερσώ απορεί. Δεν καταλαβαίνει τι σχέση έχει αυτό με την υπόθεση. Ο Μερσώ αποκαλύπτει στο δικηγόρο ότι όταν δεν εκπληρώνονται σωστά οι σωματικές – φυσικές του ανάγκες αδυνατεί να συμμετέχει στα γεγονότα. Ομοίως ο δικαστής εξοργίζεται μαζί του. Τον ρωτά αν πιστεύει στο θεό και μένει κατάπληκτος από την άρνησή του. Μένει κατάπληκτος από την απάθεια του. Του λέει ότι όλοι οι άλλοι εγκληματίες μετανιώνουν και συνθλίβονται από τις ενοχές. Ο Μερσώ απαντά, εντελώς αυθόρμητα, ότι οι άλλοι έχουν εγκληματήσει.
Όταν περνάει τις τελευταίες του μέρες στη φυλακή περιμένοντας την εκτέλεση θέλει να ζήσει. Θέλει να συμβεί ένα θαύμα και να γλιτώσει. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι μπορεί, έστω την τελευταία στιγμή, να αποδεχτεί την ηθική της αιωνιότητας του πλήθους που του προτείνει ο παπάς που τον επισκέπτεται. Ούτε ο θεός, ούτε η μεταθανάτιος ζωή, ούτε καμιά αιωνιότητα έχουν λογική για τον Μερσώ. Δεν είναι τυχαίο ότι τόσο «Ο Μύθος του Σίσυφου» όσο κι «Ο Ξένος» γράφτηκαν όταν μαινόταν ο 2ος παγκόσμιος, όταν δηλαδή ο θάνατος ήταν τόσο κοντά στον άνθρωπο. Μόνο ο θάνατος μπορεί να αναδείξει τον παράλογο άνθρωπο. Τελικά ο Μερσώ δε φοβάται το θάνατο. Η αποδοχή της μοίρας τον κάνει ανίκητο .                 
Ένα βιβλίο γεμάτο συμβολισμούς δεν θα μπορούσε παρά να κλείσει στο τέλος με τον υπέρτατο συμβολισμό. Τον συμβολισμό της λύτρωσης που αποτυπώνεται στην τελευταία ευχή του «ξένου»: «…ένα μου μένει να ευχηθώ, να έρθουν πολλοί θεατές την ημέρα της εκτέλεσης μου και να με υποδεχτούν με κραυγές μίσους.


  Λίγα λόγια για τον συγγραφέα


O Αλμπέρ Καμύ (1913-1960), Γάλλος μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας, και δοκιμιογράφος, τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ το 1957. Γεννήθηκε στο Μοντοβί της Αλγερίας και πέθανε - σκοτώθηκε - στο Σανς της Γαλλίας, μαζί με τον εκδότη του Μισέλ Γκαλιμάρ, σε τροχαίο δυστύχημα. Ιδρυτής του "Theatre du Travail" (1935), για το οποίο δούλεψε ως σκηνοθέτης, διασκευαστής, ηθοποιός και θεωρητικός, χρωστά σχεδόν εξίσου τη φήμη του στα μυθιστορήματά του "Ο Ξένος" και "Η Πανούκλα", όσο και στα θεατρικά του έργα "Καλιγούλας", "Οι δίκαιοι" αλλά και στα φιλοσοφικά του δοκίμια "Ο μύθος του Σισσύφου", "Ο επαναστατημένος άνθρωπος".



Το βιβλίο "Ο ΞΕΝΟΣ" του ΑΛΜΠΕΡ ΚΑΜΥ. Θα συζητηθεί στις 6/8/2013 και ώρα 20.00 στην δημοτική βιβλιοθήκη Κάτω Τούμπας "Γ. Ιωάννου" Πυλαίας 59 τηλ: 2310919039